συνοδοιπόρος
From LSJ
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epith. of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.
Greek Monotonic
συνοδοιπόρος: ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνοδοιπόρος: ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοδοιπόρος -ον [σύν, ὁδοιπόρος] medereizend, reisgenoot.