εἰσφθείρομαι
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
aor. -εφθάρην [ᾰ], A make entry to one's undoing, εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276 ; θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229.
German (Pape)
[Seite 746] sich zum Unglück wohin begeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφθείρομαι: εἰσκωμάζω, εἰσβιάζομαι, ῥῆμα δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ εἴθε νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.
Spanish (DGE)
1 cóm. irse a paseo, irse al cuerno οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον ὑμεῖς ἐκποδών; Men.Pc.526, θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ piérdete de una vez Men.Sam.574.
2 entrar para ruina o destrucción πόθῳ χρημάτων εἰς τὴν βασιλείαν εἰσφθαρείς I.BI 1.513, cf. Poll.9.158, Sud.s.u. εἰσήρρησεν
•entrar para perdición o corrupción εἰσεφθάρη τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν ἀκολουθία se introdujo para la perdición de la vida humana la compañía del pecado Gr.Nyss.Virg.299.16, ref. herejes ὁ μανιχαϊσμὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ εἰσφθαρήσεται Gr.Nyss.Eun.1.504, cf. Basil.Eunom.500C, Thdt.M.83.433A.
Greek Monolingual
εἰσφθείρομαι (AM)
πάω στον χαμό.
Russian (Dvoretsky)
εἰσφθείρομαι: (неся гибель или разрушение) вторгаться, врываться (θᾶττον εἰσφθάρητι σύ Men.).