κομπαστικός

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστικός Medium diacritics: κομπαστικός Low diacritics: κομπαστικός Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kompastikós Transliteration B: kompastikos Transliteration C: kompastikos Beta Code: *kompastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A braggart, Poll.9.146. Adv. -κῶς ib.147.

German (Pape)

[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.