βιβλίς
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = βιβλίον, EM197.30. II pl., cords of βίβλος, ibid.
German (Pape)
[Seite 444] ίδος, ἡ, bes. im plur., = βιβλίον. Auch Seile aus Bast gedreht, E. M., s. βυβλίς.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλίς: -ίδος, ἡ, = βιβλίον, Μ. Ἐτυμ. 197. 30. ΙΙ. κατὰ πληθ., σχοινία ἐκ βίβλου πεπλεγμένα, αὐτόθι.