λιθαργύρινος
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
η, ον, A of or like λιθάργυρος, Arist.SE164b23.
German (Pape)
[Seite 44] aus λιθάργυρος gemacht, Arist. soph. elench. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθαργύρῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς ἢ ὅμοιος πρὸς λιθάργυρον, Ἀριστοφ. Σοφ. Ἔλεγχ. 1, 2.
Greek Monolingual
λιθαργύρινος, -ίνη, -ον (Α) λιθάργυρος
αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ' αυτόν.
Russian (Dvoretsky)
λῐθαργύρῐνος: (ῠ) свинцово-серебристый Arst.