νᾶας
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Full diacritics: νᾶας | Medium diacritics: νᾶας | Low diacritics: νάας | Capitals: ΝΑΑΣ |
Transliteration A: nâas | Transliteration B: naas | Transliteration C: naas | Beta Code: na=as |
νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.
νάας και νάς, ὁ (Α)
φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].
νᾶας: Δωρ. αιτ. πληθ. του ναῦς.
νᾶας: дор. acc. pl. к ναῦς.