πεσσικός

From LSJ
Revision as of 17:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσικός Medium diacritics: πεσσικός Low diacritics: πεσσικός Capitals: ΠΕΣΣΙΚΟΣ
Transliteration A: pessikós Transliteration B: pessikos Transliteration C: pessikos Beta Code: pessiko/s

English (LSJ)

Att. πεττ-, ή, όν,    A of or for draught-playing, Apion ap.Eust.1397.3 ; πεττική (sc. τέχνη) v.l. in Poll.7.210.

German (Pape)

[Seite 603] zum Brettspiel gehörig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210.

Greek Monolingual

και πεττικός, -ή, -όν, Α πεσσός
1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική
το παιχνίδι τών πεσσών.