περαίας

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίας Medium diacritics: περαίας Low diacritics: περαίας Capitals: ΠΕΡΑΙΑΣ
Transliteration A: peraías Transliteration B: peraias Transliteration C: peraias Beta Code: perai/as

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of    A mullet (κεστρεύς) found beyond, i. e. at a distance from, the bank, opp. πρόσγειος, Arist.HA591a23.

German (Pape)

[Seite 562] ὁ, eine Art des Fisches κεστρεύς, mugil, Arist. H. A. 8, 2, eigtl. der sich jenseits des Ufers, fern vom Ufer aufhält, Ggstz πρόσγειος.

Greek (Liddell-Scott)

περαίας: -ου, ὁ, εἶδος κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος πέρα, δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
είδος του ψαριού κεστρεύς το οποίο ζει πέρα από την ακτή, δηλαδή στα βαθιά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος + κατάλ. -ας].

Russian (Dvoretsky)

περαίας: ου ὁ кефаль Arst.