φθίδιος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
α, ον, (φθίω) A perishable, Hsch. (post φθόσις).
German (Pape)
[Seite 1271] schwindend, vergänglich, von kurzer Dauer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φθίδιος: -α, -ον, (φθίω) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι- του φθίνω + κατάλ. -ίδιος].