φυλακεῖον
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
τό, A post, watch-tower, fort, Plb. 10.30.6: pl., = Lat. stationes, Id.5.75.10, 76.3; φυλάκιον, Aen.Tact. 20.5 cod.M, App.Ill.26, PRyl.288 (pl., iii A. D.). 2 a watch, party consisting of four soldiers, Plb.6.33.7: pl., in form φυλάκια, Id.Fr. 87 (ap.Suid.). II in Alex. Greek, a menstruous cloth, Dam. Isid.52.
Greek (Liddell-Scott)
φυλακεῖον: τό, τόπος ἔνθα στρατιῶται φυλάσσουσιν, οἴκημα φυλάκων, πύργος, φρούριον, καὶ ἐν τῷ πληθ. εἶναι ἐν χρήσει εἰς μετάφρ. τοῦ Ῥωμ. Stationes, Πολύβ. 5. 75, 10., 76. 3, πρβλ. 10. 30, 6· φυλάκιον, παρ’ Ἀππ. ἐν Ἰλλυρ. 26, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. 2) φυλακή, φρουρὰ ἐκ τεσσάρων στρατιωτῶν, Πολύβ. 6. 33, 6. ΙΙ. Παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις, πανίον τῶν καταμηνίων, Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 338. 25.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκεῖον: или φῠλάκειον τό
1) сторожевой пост Polyb., Diod.;
2) сторожевая группа (из четырех человек), караульная команда Polyb.