ἀμφιφορεύς

From LSJ
Revision as of 12:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιφορεύς Medium diacritics: ἀμφιφορεύς Low diacritics: αμφιφορεύς Capitals: ΑΜΦΙΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: amphiphoreús Transliteration B: amphiphoreus Transliteration C: amfiforeys Beta Code: a)mfiforeu/s

English (LSJ)

gen. έως, Ep. ῆος, ὁ: (φέρω, φορέω):—   A large jar or pitcher with two handles, of gold, Il.23.92, Od.24.74; of stone, 13.105; for wine, 2.290, etc.; for oil, Simon.155.4: used as cinerary urn, Il. l.c.    II = μετρητής, Theopomp.Hist.374. (The later form was ἀμφορεύς, q.v.)

German (Pape)

[Seite 145] έως, ὁ, ein größeres, auf zwei Seiten getragenes, also zweihenkeliges Gefäß; Iliad. 23, 92 χρύσεος ἀμφιφορεύς u. Od. 24, 74 χρύσεον ἀμφιφορῆα Aschenkrug; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν (ἀφύσσειν) Od. 2, 290. 349. 379. 9, 164. 204; Iliad. 23, 170 μέλιτος καὶ ἀλείφατος ἀμφιφορῆας; Od. 13, 105 ἐν δε κρητῆρές τε καὶ ἀμφιφορῆες ἔασιν λάινοι. – Vgl. ἀμφορεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιφορεύς: γεν. έως, Ἐπ. ῆος, ὁ: (φέρω, φορέω). Μεγάλη ὑδρία ἔχουσα δύο λαβάς, - ἐκ χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 92, Ὀδ. Ω.74, - ἐκ λίθου Ν.105· πρὸς διατήρησιν οἴνου, Β. 290, κτλ.: Οὕτω Σιμων. 213: ἐν χρήσει καὶ πρὸς τήρησιν τῆς τέφρας τοῦ θανόντος, Ἰλ. Ψ.92.
ΙΙ. = μετρητὴς Θεόπομπ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1178. (Ὁ νεότερος τύπος ἦτο ἀμφορεύς, ἴδε τὴν λέξιν).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
grand vase à deux anses, amphore ; urne funéraire.
Étymologie: ἀμφί, φέρω.

English (Autenrieth)

ῆος (φέρω); for ἀμφορεύς: two-handled vase or jar for wine; also used as urn for ashes of the dead, Od. 24.74. (See cuts 6 and 7.)

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Morfología: [gen. ép. -ῆος]
1 ánforade oro Od.24.74, Nonn.D.18.212, cineraria Il.23.92, de piedra Od.13.105, para vino Od.2.290, A.R.4.1187, Q.S.7.681, cf. AP 6.257 (Antiphil.), para aceite Il.23.170, Simon.147.4D., Q.S.3.689, νέκταρος Nonn.D.14.255, 24.228.
2 como medida de capacidad ánfora ática o griega = 1 metreta = 39,395 l., Theopomp.Hist.405, cf. Sch.A.R.4.1187, Hsch. • DMic.: a-pi-po-re-we.

• Etimología: De ἀμφί y un derivado en -ευ (frec. en nombres de instrumento) de φερ-/φορ-, v. con haplología ἀμφορεύς.

Greek Monolingual

ἀμφιφορεύς (-έως), ο (Α)
λ της Μυκηναϊκής (a-pi-po-re-me) που δηλώνει τον αμφορέα βλ. λ..

Greek Monotonic

ἀμφιφορεύς: γεν. -έως, Επικ. -ῆος, (φέρω)· μεγάλο αγγείο με δύο χερούλια, Λατ. amphora, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφορεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιφορεύς: έως ὁ Hom. = ἀμφορεύς.

Middle Liddell

φέρω
a large jar with two handles, Lat. amphora, Hom.; cf. ἀμφορεύς.