ἐγκολπίας
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἄνεμος, a local wind A blowing from a bay, Arist.Mu.394b15.
German (Pape)
[Seite 709] ἄνεμος, Wind, der im Meerbusen entsteht, Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκολπίας: ἄνεμος, ἐπιτόπιος ἄνεμος, ἐν κόλπῳ τινὶ γεννώμενος καὶ πνέων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 10.
Spanish (DGE)
-ου
adj. que sopla desde un golfo ἄνεμος Arist.Mu.394b15, cf. Seneca QN 5.8.1.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγκολπίας)
τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκολπίας: ου adj. m дующий со стороны залива (ἄνεμοι Arst.).