ἐπίπασμα
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ατος, τό, A powder for sprinkling, ῥοός Aret.CA2.2; ἄρτων Sch.Theoc.15.114, cf. Alex.Trall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 968] τό, das Daraufgestreu'te, Sp.; so auch Schol. Theocr. 15, 114 für ἐπίπαμμα zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπασμα: τό, τὸ ἐπιπασσόμενον ἐπί τινος, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 114 (κοινῶς ἐπίπαμμα).