ἔρσην
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ενος, ὁ, Aeol., Dor., Ion., for ἄρσην, IG12(2).73.3 (Mytil.), 4.952.132 (Epid.), BMus.Inscr.968 B 13 (Cos), Leg.Gort.10.49, Hdt. 1.109,192, etc. ; also PHib.1.32.11, al. (iii B. C.): Comp. A ἐρσεναίτερος Schwyzer 424.2 (Elis, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1035] ενος, ion. = ἄρσην, ἄῤῥην, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρσην: -ενος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ ἄρσην.
Greek Monolingual
ἔρσην, -ενος, ο
ιων. τ. αντί ἄρσην, ἄρρην (Α)
βλ. άρρην.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άρσην].
Greek Monotonic
ἔρσην: -ενος, ὁ, Ιων. αντί ἄρσην, ἄρρην.
Russian (Dvoretsky)
ἔρσην: ενος ὁ Her. = ἄρσην.
Frisk Etymological English
See also: s. ἄρσην.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἔρσην: (ion. lesb. kret. usw.)
{érsēn}
Meaning: männlich
See also: s. ἄρσην.
Page 1,567