Ὀλυμπιακός

From LSJ
Revision as of 08:02, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπιᾰκός Medium diacritics: Ὀλυμπιακός Low diacritics: Ολυμπιακός Capitals: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Olympiakós Transliteration B: Olympiakos Transliteration C: Olympiakos Beta Code: *)olumpiako/s

English (LSJ)

ή, όν,    A Olympian, ὄρος X.HG7.4.14 ; ἔτος ib.28 ; ἐκεχειρία Arist.Fr.533 ; νῖκαι Jul.Or.2.83b.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἀγὼν Θουκ. 1. 6· ἐκεχειρία Ἀριστ. Ἀποσπ. 490· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, ἐκράτουν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ὄρους (δηλ. τοῦ Κρονίου) Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Ὀλυμπικός.
Étymologie: Ὀλύμπια.

Greek Monotonic

Ὀλυμπιακός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπιακός: Thuc., Xen. = Ὀλυμπικός.

Middle Liddell

Ὀλυμπιακός, ή, όν
Olympian, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

Olympic

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)