ῥυσίπτολις
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
poet. for ῥυσίπολις, Epigr.Gr. (add.) 888a (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 853] poet. = ῥυσίπολις.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσίπτολις: ποιητικ. ἀντὶ ῥυσίπολις, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 888a.
English (Autenrieth)
see ἐρυσίπτολις.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ῥυσίπολις.