εὐπαίδευτος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ον, A well-educated, well-trained, Hp.Art.43, cf. E.Or.410; τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.Piet.65; docile, of an elephant, Philostr.VA2.11; εὐπαίδευτόν ἐστι it is a thing easily learnt, c. inf., Hp.Art.1; εὐ. ἐπιστολή a scholarly letter, D.H.Pomp.1.1. Adv. -τως Aret.CD1.3: Comp. -ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e.
German (Pape)
[Seite 1086] wohl erzogen, gebildet, gelehrt, Hippocr.; D. Hal. u. a. Sp., καὶ πολυμαθ ής Ath. IX, 379 d, öfter. – Auch adv., Sp.; εὐπαιδευτότερον Ath. V, 177 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαίδευτος: -ον, καλῶς πεπαιδευμένος, καλῶς ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, εἶναι ἔργον ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 780· ἐπιστολὴ εὐπαίδευτος, δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)
μορφωμένος, πολυμαθής
αρχ.
1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)
2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.
επίρρ...
ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)
με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].