ἐλαιοστάφυλος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A vine grafted on an olive, Gp. 9.14 tit.
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, ein auf einen Oelbaum gepflanzter Weinstock, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοστάφυλος: ὁ, ὁ καρπὸς ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. vid injertada de olivo planta libia cuyo fruto era llamado οὐβολίβα Gp.9.14 (tít.).
Greek Monolingual
ἐλαιοστάφυλος, ο (Α)
ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῑται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος», Γεωπον.).