ἄκρητος
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, v.sub ἄκρατος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἄκρατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.
Greek Monotonic
ἄκρητος: ἀκρητο-ποσίη, -πότης, βλ. ἀκρατ-.