ἱπποσέλινον
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
τό,
A Alexanders, Smyrnium olusatrum, alisanders, horse parsley, smyrnium Thphr. HP2.2.1, Arist.Pr.923a34, Dsc.3.67: metaph., γελᾶν ἱπποσέλινα Pherecr.131.4.
German (Pape)
[Seite 1261] τό, eine große Art Eppich, Theophr. u. Sp.; ἱπποσέλινα γελᾶν Pherecr. Ath. XV, 685 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσέλῑνον: τό, εἶδος τραχέος ἀγριοσελίνου, Smyrnium olusatrum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., γελᾶν ἱπποσέλινα Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2.
Greek Monolingual
ἱπποσέλινον, τὸ (Α)
είδος αγριοσέλινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σέλινον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-λάπαθον.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσέλῑνον: τό бот. конская петрушка (Smyrnium olus atrum) Arst.
Translations
ar: سمورنيون بقلي; ca: aleixandri; cy: dulys; de: Pferdeeppich; el: σμύρνιον το μελανοσέλινον; fa: جعفری اسب; fr: maceron; ga: lusrán grándubh; hr: zelenkasta lesandra; hu: osztottlevelű őzsaláta; kab: ixses; nl: zwartmoeskervel; pl: przewłoka warzywna; ru: смирния европейская