ἀναρίτης

From LSJ
Revision as of 13:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱρίτης Medium diacritics: ἀναρίτης Low diacritics: αναρίτης Capitals: ΑΝΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: anarítēs Transliteration B: anaritēs Transliteration C: anaritis Beta Code: a)nari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)

German (Pape)

[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.

Greek Monolingual

ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].

Frisk Etymological English

See also: νηρίτης

Frisk Etymology German

ἀναρίτης: {anarítēs}
Etymology : westgriechisch für νηρίτης (Magnien MSL 21, 59), s. d.
Page 1,103