βύβλινος

From LSJ
Revision as of 17:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλινος Medium diacritics: βύβλινος Low diacritics: βύβλινος Capitals: ΒΥΒΛΙΝΟΣ
Transliteration A: býblinos Transliteration B: byblinos Transliteration C: vyvlinos Beta Code: bu/blinos

English (LSJ)

η, ον,    A made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-); μασχάλα = papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 467] von Byblus gemacht; Hom. einmal, Odyss. 21, 391 ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον, ᾧ ῥ' ἐπέδησε θύρας, ein Schiffstau; ἱστία, ὑποδήματα, Her. 2, 96. 37; vgl. βίβλινος.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλινος: -η, -ον, (βύβλος) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. βίβλινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des fibres ou des lamelles de papyrus.
Étymologie: βύβλος.

English (Autenrieth)

(βύβλος): made of papyrus; ὅπλον νεός, Od. 21.391†.

Greek Monolingual

βύβλινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)].

Greek Monotonic

βύβλινος: -η, -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

βύβλῐνος: сделанный из (волокон) папируса (ὅπλον νεός Hom.; ἱστία, ὑποδήματα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύβλινος -η -ον βύβλος van papyrus.

Middle Liddell

βύβλος
made of byblus, Od., Hdt.