Ἀδράστεια
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
Ion. Ἀδρήστεια, ἡ, (ἀ- priv., διδράσκω) title of Nemesis, A.Pr.936, cf. Pl.R.451a, etc. 2 fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.18.13.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδράστεια: Ἰων. Ἀδρήστεια, ἡ, ὄνομα τῆς Νεμέσεως, ἐκ βωμοῦ ἱδρυθέντος αὐτῇ ὑπὸ τοῦ Ἀδράστου, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλ. Προ. 936· ἴδε Βλώμφ. Γλωσσ. καὶ πρβλ. προσκυνέω. (Ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ διδράσκω, = ἀναπόδραστος, Ἀδράστειαν δὲ ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν, Ἀριστ. Κόσμ. 7. 5: Περὶ ἄλλων παραγωγῶν ἴδε Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 451Α.).