Γόργειος

From LSJ
Revision as of 19:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γόργειος Medium diacritics: Γόργειος Low diacritics: Γόργειος Capitals: ΓΟΡΓΕΙΟΣ
Transliteration A: Górgeios Transliteration B: Gorgeios Transliteration C: Gorgeios Beta Code: *go/rgeios

English (LSJ)

α, ον, A of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a Tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.

German (Pape)

[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.

English (Autenrieth)

of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.

Greek Monolingual

Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.

Greek Monotonic

Γόργειος: -α, -ον (Γοργώ), αυτός που ανήκει στη Γοργώ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Γόργειος: принадлежащий Горгоне, горгонин (κεφαλή Hom.).

Middle Liddell

Γοργώ
of the Gorgon, Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Γόργειος -α -ον Γοργώ van de Gorgo.