αἱματίζω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A stain with blood, αἱματίσαι πέδον γᾶς A.Supp.662. II of insects, draw blood, sting, Arist.HA532a13.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτίζω: κηλιδῶ διὰ τοῦ αἵματος, ἀόρ. αἱματίσαι πέδον γῆς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 662. ΙΙ. ἐξάγω αἷμα, κεντῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 7, 6.
French (Bailly abrégé)
ensanglanter.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτίζω) 1 ensangrentar πέδον γᾶς A.Supp.662.
2 chupar sangre de las moscas, Arist.HA 532a13.
3 ser de color rojo sangre ψηφὶς αἱματίζουσα μᾶλλον τῷ χρώματι Cyran.1.20.8.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτίζω:
1) обагрять кровью (πέδον Aesch.);
2) сосать кровь (αἱ μυῖαι αἱματίζουσι Arst.).