αὐτοάνθρωπος
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ὁ, A the ideal man, the Form of man, Id.EN1096a35, Metaph.991a29, etc. II a very man, of a statue, Luc.Philops.18.
German (Pape)
[Seite 396] ὁ, 1) der Mensch an u. für sich selbst, Arist. Eth. Nic. 1, 4. – 2) der Mensch, wie er leibt u. lebt, von einer Bildsäule, Luc. Philops. 18.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοάνθρωπος: ὁ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ κυρίως ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6. 5. ΙΙ. ὡς ἀληθὴς ἄνθρωπος, ἀπαράλλακτα ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ ἀνδριάντος, Λουκ. Φιλόψ. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 l’homme en soi;
2 homme vraiment homme, càd vivant.
Étymologie: αὐτός, ἄνθρωπος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 el hombre en sí, el hombre ideal Arist.EN 1096a35, Metaph.991a29, Plot.5.9.13, 14, Dam.in Prm.314.
2 un hombre de verdad de la estatua de un hombre que parece vivo Luc.Philops.18.
Greek Monolingual
αὐτοάνθρωπος, ο (Α)
1. ο ιδανικός, ο ιδεώδης άνθρωπος
2. (για ανδριάντα) αληθινός άνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοάνθρωπος: ὁ
1) филос. человек в себе, идея человека Arst.;
2) настоящий человек Luc.