αὐτοσφαγής

From LSJ
Revision as of 20:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσφᾰγής Medium diacritics: αὐτοσφαγής Low diacritics: αυτοσφαγής Capitals: ΑΥΤΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: autosphagḗs Transliteration B: autosphagēs Transliteration C: aftosfagis Beta Code: au)tosfagh/s

English (LSJ)

ές, A slain by oneself or by kinsmen, both in S.Aj.841 (prob. spurious), cf. E.Ph.1316.

German (Pape)

[Seite 402] ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσφᾰγής: -ές, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἤ ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.
Étymologie: αὐτός, σφάζω.

Spanish (DGE)

(αὐτοσφᾰγής) -ές
1 que se da la muerte, suicida S.Ai.841, E.Ph.1316.
2 que recibe la muerte de manos de uno de su familia αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο ¡ojalá perezcan asesinados a manos de sus más queridos allegados! S.Ai.841 (bis).

Greek Monolingual

αὐτοσφαγής, -ές (Α)
αυτός που σφάχτηκε μόνος του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σφαγής < σφάζω > (πρβλ. νεοσφαγής)].

Greek Monotonic

αὐτοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσφᾰγής: убивший сам себя или убитый своими близкими Soph., Eur.

Middle Liddell

σφάζω
slain by oneself or by kinsmen, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

killing oneself

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)