βαρβαριστί

From LSJ
Revision as of 20:11, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰριστί Medium diacritics: βαρβαριστί Low diacritics: βαρβαριστί Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΣΤΙ
Transliteration A: barbaristí Transliteration B: barbaristi Transliteration C: varvaristi Beta Code: barbaristi/

English (LSJ)

Adv. A in barbarous fashion, Plu.2.336c. II in barbarian or foreign language, κεκράξονται β. Ar.Fr.79; ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50, cf. A.D.Adv.162.5.

German (Pape)

[Seite 432] auf barbarisch, in ausländischer Sprache, bes. persisch, Ar. frg. bei Phot.; Plut. u. a. Sp., wie App. Mithr. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰριστί: ἐπίρρ., κατὰ βαρβαρικὸν τρόπον, ἐπορχεῖσθαι Πλούτ. 2. 336C. II. μὲ βαρβαρικήν, ἤτοι ξένην γλῶσσαν, κεκράξονται β. (Περσιστί), Ἀριστοφ. Ἀπόσμ. 45· ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων Ἀππ. Μίθρ. 50.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la façon des barbares.
Étymologie: βαρβαρίζω.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰριστί)
adv.
1 en lengua bárbara κεκράξονται Ar.Fr.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.Mith.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.Adu.162.5.
2 al estilo bárbaro ἐπορχουμένη Plu.2.336c.

Greek Monolingual

βαρβαριστί επίρρ. (Α) βαρβαρίζω
1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα
2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰριστί: adv. Arph., Plut. = βαρβαρικῶς.