βόειος

From LSJ
Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόειος Medium diacritics: βόειος Low diacritics: βόειος Capitals: ΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: bóeios Transliteration B: boeios Transliteration C: voeios Beta Code: bo/eios

English (LSJ)

α, ον, Ep. and Ion. βόεος, η, ον (

   A βόϝεον Glotta4.201 (Apulian vase) is dub.): (βοῦς):—of an ox or oxen, esp. of ox-hide, δέρμα βόειον Od.14.24; βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324; βοείας ἀσπίδας 5.452; βόεα κρέα Hdt.2.37,168; τὰ β. κρέα Pl.R.338c; γάλα β. E.Cyc.218, Arist.HA521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra.924.    II βοείη or βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide, ἀδέψητον βοέην Od.20.2, 142; βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib.492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων (contr. for βοέων) 16.636.    2 = βοεύς, λύσαντε βοείας h.Ap.487, cf. 503 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 451] ion. u. poet. auch βόεος, vom Ochsen, Iliad. 23, 777 ὄνθου βοέου, Odyss. 14, 24 δέρμα βόειον; aus der Ochsenhaut gemacht, von Rindsleder, rindstedern, Iliad. 22, 397 βοέους ἱμάντας, 23, 324 βοέοισιν ἱμᾶσιν, 4, 122 νεῦρα βόεια, 5, 452. 12, 425 βοείας ἀσπίδας, Odyss. 24, 228 βοείας κνημῖδας; – αὐχένες βόεοι Pind. P. 4, 234; κρέας, Rindfleisch, Her. 2, 168; γάλα, Kuhmilch, Eur. Cycl. 217; βόεια ῥήματα Ar. Ran. 922, gleichsam »ochsige«, Schol. μεγάλα καὶ ὑπερήφανα.