εἰσκέλλω
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
intr., A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.
German (Pape)
[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.
Spanish (DGE)
arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.
Greek Monolingual
εἰσκέλλω (Α)
αράζω, προσορμίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκέλλω: (aor. εἰσέκελσα) причаливать, приставать (χώραν τινὰ σκάφει Arph.).