εὔπηνος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, (πήνη) A of fine texture, ὑφαί E.IT312, 814.
German (Pape)
[Seite 1088] schön gewebt, ὑφαί, Eur. I. T. 312 (v. l. für εὔπηκτος). 814. 1465.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπηνος: -ον, (πήνη) καλῶς ὑφασμένος, ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312, 814, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une belle trame.
Étymologie: εὖ, πήνη.
Greek Monolingual
εὔπηνος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά υφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος, πολύ-πηνος].
Greek Monotonic
εὔπηνος: -ον (πήνη), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπηνος: красиво сотканный, тонкотканный (ὑφαί Eur.).
Middle Liddell
εὔ-πηνος, ον πήνη
of fine texture, Eur.