θεσμοποιέω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
A make laws, E.Ph.1645.
German (Pape)
[Seite 1203] Gesetze machen, geben, Eur. Phoen. 1639.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοποιέω: νομοθετῶ, Εὐρ. Φοιν. 1645.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des lois, donner des lois.
Étymologie: θεσμός, ποιέω.
Greek Monotonic
θεσμοποιέω: μέλ. -ήσω, νομοθετώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοποιέω: устанавливать законы (θ. τι ἐπί τινι Eur.).
Middle Liddell
θεσμο-ποιέω, fut. -ήσω
to make laws, Eur.