θρυώδης
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ες, (θρύον) A full of rushes, rushy, Str.8.3.24, Sch.Il.11.155.
German (Pape)
[Seite 1221] ες, binsenartig, binsenreich, χώρα Strab. VIII, 349.
Greek (Liddell-Scott)
θρυώδης: -ες, (θρύον) πλήρης θρύων, βούρλων, Στράβ. 349.