κάλαϊς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
or (in Plin. l.c.) κάλλαϊς, ιδος, ἡ, A precious stone of a greenish blue, turquoise, Plin.HN37.151. II cock, IG4.914.3 (Epid., v B. C.). III = ἱστίον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, auch κάλλαϊς, ein blaugrünlicher oder meergrüner Edelstein, Plin. H. N. 37, 10, nach der vorigen Farbe benannt. – Nach Hesych. auch = ἱστίον.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
turquoise.
Étymologie: DELG hapax singulier ; pê dérivé de la « crête de coq », cf. skr. usa-kala « coq ».
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κάλαϊς: ἡ, πολύτιμη λίθος πρασινο-μπλέ χρώματος (βλ. το προηγ.), τυρκουάζ ή χρυσόλιθος, σε Πλίν.