θυελλόπους

From LSJ
Revision as of 10:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλόπους Medium diacritics: θυελλόπους Low diacritics: θυελλόπους Capitals: ΘΥΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: thyellópous Transliteration B: thyellopous Transliteration C: thyellopous Beta Code: quello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.

German (Pape)

[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.

Greek Monolingual

θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξά-πους, πολύ-πους].