καινολογία

From LSJ
Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινολογία Medium diacritics: καινολογία Low diacritics: καινολογία Capitals: ΚΑΙΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kainología Transliteration B: kainologia Transliteration C: kainologia Beta Code: kainologi/a

English (LSJ)

ἡ, A strange language or phraseology, Plb.38.9.2, D.H.Lys.3; telling of strange tales, κ. τίς ἐστιν ὁ μῦθος Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, neue, ungewöhnliche Sprache oder Redensart, Pol. 38, 1 D. Hal. de Lys. 3, vgl. Plut. adv. St. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καινολογία: ἡ, καινὸς τρόπος τοῦ λέγειν, ἀσυνήθης, παράδοξος φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος νέας φράσεις, Εὐστ. 1801. 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer.
Étymologie: καινός, λόγος.

Greek Monolingual

καινολογία, ἡ (Α) καινολόγος
καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία.

Russian (Dvoretsky)

καινολογία: ἡ новый язык, небывалый оборот речи Polyb., Plut.