καινοπηγής
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
ές, A newly put together, new-made, A.Th.642.
German (Pape)
[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.
Greek Monolingual
καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ-πηγής, νεο-πηγής].
Greek Monotonic
καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.