καθαγιάζω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
= sq., LXXLe.27.26, 2 Ma.1.26; A ὁ σοφὸς -άζει ψυχήν <span cl
German (Pape)
[Seite 1279] VLL., = Folgm; auch Plut. Brut. 20, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
καθαγιάζω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Λευκ. ΚΖ, 26. Β΄ Μακκ. Α΄, 26).
Spanish
Greek Monolingual
(AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» — β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἁγιάζω.
Russian (Dvoretsky)
καθαγιάζω: Plut. = καθαγίζω.