καστόριον

From LSJ
Revision as of 10:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόριον Medium diacritics: καστόριον Low diacritics: καστόριον Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΟΝ
Transliteration A: kastórion Transliteration B: kastorion Transliteration C: kastorion Beta Code: kasto/rion

English (LSJ)

τό, A v. καστόρειος.

German (Pape)

[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungstheilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.

Greek Monolingual

το (AM καστόριον)
βλ. καστόρι.

Russian (Dvoretsky)

καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).