κατάσκεπος

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσκεπος Medium diacritics: κατάσκεπος Low diacritics: κατάσκεπος Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΠΟΣ
Transliteration A: katáskepos Transliteration B: kataskepos Transliteration C: kataskepos Beta Code: kata/skepos

English (LSJ)

ον, A v. κατάσκοπος 11.

German (Pape)

[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.

Greek Monolingual

κατάσκεπος, -ον (Α)
κατασκεπασμένος.
επίρρ...
κατάσκεπα
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό-σκεπος, φυλλό-σκεπος].