κατακεράννυμι

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακεράννῡμι Medium diacritics: κατακεράννυμι Low diacritics: κατακεράννυμι Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katakeránnymi Transliteration B: katakerannymi Transliteration C: katakerannymi Beta Code: katakera/nnumi

English (LSJ)

A mix, temper, in Pass., Arist.Pr.949a38, Sor.1.53, Plu.2.132d:—Act., dilute, weaken, δριμύτητα Dsc.5.11; cf. κατακίρνημι:— also κατακεραννύω, Poll.10.149.

German (Pape)

[Seite 1352] (s. κεράννυμι), vermischen; Wein, Plut. de san. tu. p. 396, im part. praes. pass.; κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον Poll. 10, 149.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεράννῡμι: (ἀνα)μιγνύω, οἶνον κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· ὡσαύτως -ύω, Πολυδ. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

mélanger.
Étymologie: κατά, κεράννυμι.

Greek Monolingual

κατακεράννυμι και κατακερανύω AM
αναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Russian (Dvoretsky)

κατακεράννυμι: (только part. praes. pass.) смешивать, разбавлять (οἶνος κατακεραννύμενος Plut.).