καταισχυντήρ

Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.

German (Pape)

[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.

Greek Monolingual

καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.

Greek Monotonic

καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.

Middle Liddell

κατ-αισχυντήρ, ῆρος,
a dishonourer, Aesch.