κατηναγκασμένως
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω) A of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.
German (Pape)
[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.
Greek Monolingual
κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].
Russian (Dvoretsky)
κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.