κατηναγκασμένως

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηναγκασμένως Medium diacritics: κατηναγκασμένως Low diacritics: κατηναγκασμένως Capitals: ΚΑΤΗΝΑΓΚΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēnankasménōs Transliteration B: katēnankasmenōs Transliteration C: katinagkasmenos Beta Code: kathnagkasme/nws

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω) A of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.

German (Pape)

[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.

Greek Monolingual

κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].

Russian (Dvoretsky)

κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.