κηρίων

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρίων Medium diacritics: κηρίων Low diacritics: κηρίων Capitals: ΚΗΡΙΩΝ
Transliteration A: kēríōn Transliteration B: kēriōn Transliteration C: kirion Beta Code: khri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, A wax light, waxen torch, Plu.2.263f, Gal.17(2).267. II whip, Hsch. and Phot.s.v. κηρίναι.

German (Pape)

[Seite 1433] ωνος, ὁ, Wachslicht, Wachsfackel, nach Plut. Qu. Rom. 2 Hochzeitsfackel der Römer. – Bei Hesych. auch eine Peitsche, wie κηρίνη.

Greek (Liddell-Scott)

κηρίων: -ωνος, ὁ, κηρίνη λαμπάς, πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν (οἱ Ρωμαῖοι) ἐν τοῖς γάμοις, ἃς κηρίωνας ὀνομάζουσιν Πλούτ. 2. 263Ε. ΙΙ. μάστιξ, Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. κηρίναι.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
flambeau de cire, cierge.
Étymologie: κηρός.

Greek Monolingual

κηρίων, -ωνος, ό κηρίον
1. κέρινη λαμπάδαπέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.).
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο.

Russian (Dvoretsky)

κηρίων: ωνος ὁ восковой факел Plut.