κιάθω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc. A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.
German (Pape)
[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.
Greek (Liddell-Scott)
κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
c. κίω.
Greek Monolingual
κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].
Frisk Etymological English
See also: s. κίω.
Frisk Etymology German
κιάθω: {kiáthō}
See also: s. κίω.
Page 1,847