κιρσουλκός

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσουλκός Medium diacritics: κιρσουλκός Low diacritics: κιρσουλκός Capitals: ΚΙΡΣΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: kirsoulkós Transliteration B: kirsoulkos Transliteration C: kirsoulkos Beta Code: kirsoulko/s

English (LSJ)

ὁ, A instrument for this purpose, ib.45.18.5, Gal.14.790.

German (Pape)

[Seite 1442] ο, ein chirurgisches Instrument, zur Beseitigung des κιρσός, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσουλκός: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.

Greek Monolingual

κιρσουλκός, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ-ουλκός, εμβρυ-ουλκός].