κρότησις
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
εως, ἡ, A clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; [[[σιδήρου]]] Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).
Greek (Liddell-Scott)
κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d’un métal).
Étymologie: κροτέω.
Greek Monotonic
κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.