λαγώδων
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Full diacritics: λᾰγώδων | Medium diacritics: λαγώδων | Low diacritics: λαγώδων | Capitals: ΛΑΓΩΔΩΝ |
Transliteration A: lagṓdōn | Transliteration B: lagōdōn | Transliteration C: lagodon | Beta Code: lagw/dwn |
ον, gen. οντος, A = ἐξώδων, Hippiatr.115.
λαγώδων, -ον (Μ)
αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφ-ώδων). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].