λευκάνθεμον
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
τό, A white-flower, like χρυσάνθεμον, name of several plants of the genus Anthemis, Dsc.3.137, Plin.HN21.163:— also λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, ib.22.53.
German (Pape)
[Seite 33] τό (Weißblume), eine Pflanze, zu den Kamillen gehörig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάνθεμον: τό, λευκὸν ἄνθος, ὡς τὸ χρυσάνθεμον, ὄνομα διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· ὡσαύτως λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, αὐτόθι 22. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de camomille, plante.
Étymologie: λευκανθής.