λεπτόστομος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with small mouth, Arist.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 31] mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].
Russian (Dvoretsky)
λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).